Μόλις κυκλοφόρησε:
Η ευχή της Πορφυρίας ή ο ερωτύλος νεκροθάφτης. Μυθιστόρημα εποχής (του καιρού μας). Εκδόσεις Αγριομαραθιά, Αγουλινίτσα 2006. Σελίδες 667 (με τα εξώφυλλα). Χρυσόδετο, σε σχήμα σχεδόν ομαλού παραληλογράμμου, διακοσμημένο με ρόδακες και δικεφάλους αετούς (ένας μοιάζει με δικέφαλη πάπια, αλλά είναι στο πλάι και δε φαίνεται πολύ). Αριθμημένα αντίτυπα (1 έως 3). Τιμή, δεν έχει. Τα γνήσια αντίτυπα φέρουν την υπογραφή του συγγραφέως, ένθετο με οδηγίες χρήσεως, κατάλογο διευθύνσεων δημοσίων υπηρεσιών, αναχωρήσεις πλοίων και αεροπλάνων, θέατρα και κινηματογράφοι, τηλέφωνο κέντρου δηλητηριάσεων, διανυκτερεύοντα κτηνιατρεία. Τελείωνε, επιτέλους, ν’ αρχίσουμε!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Όλα ξεκίνησαν από ένα ποστ, αφιερωμένο στην Ελιζαμπέτα. Ξαφνικά, ως κεραυνός εν αιθρία, στο πρωταπριλιάτικο ποστ που κάναμε για να προωθήσουμε το image του Λαμπρούκου, σε συνεννόηση με το Πολιτικό Συμβούλιο για την εκλογή στη Νομαρχία (Διευθυντής: ο κ. Φούφουτος) και τα διάφορα γραφεία δημοσίων σχέσεων που διεκδικούν να αναλάβουν την περίπτωσή μας (το Λαμπρούκο, δηλαδή – ο οποίος σκόπιμα καθυστερεί να διαλέξει ανάμεσά τους, για να τους έχει όλους [όλες + έναν] «υπό δοκιμή» και να μην πληρώνει δραχμή!). Στο ποστ αυτό λοιπόν κατεγράφησαν τα ακόλουθα σχόλια:
* Που εισαι μωρο μου ολα αυτα τα χρονια που εφαγα τον κοσμο να σε βρω μεχρι που κατεληξα καλογρια σε μοναστηρι? Τωρα ειμαι στην Ιερα Νονη Βησαριωνος και κανω μαστογραφιες (γνωριζει σχετικα ο κ Χαρδαβελας).Αν θελεις επικοινωνησε μαζυ μου.Μοναχη Πορφυρια (κατα κοσμον Ελιζαμπετα).
- Πάνος:
Αδελφή Πορφυρία, την ευχούλα σας!
(έχε γούστο…)
* Συν Θεω ολα εχουν γουστο στην ζωη αρκει να πιστευουμε σε οτι αγαπουμε και ο Κυριος δεν μας εγκαταλειπει,αλλα μας αποκαλυπτεται συνεχως μεσα απο καθε αληθινη επιθυμια μας.Με τη βοηθεια του η αγαπη ειναι δεν πεθαινει ποτε.Επικοινωνησε μαζυ μου στη Μονη την επομενη Παρασκευη 2-8 μμ Αδελφη Πορφυρια.
- Λαμπρούκος:
@ Αδελφή Προρφυρία: Αδελφή, μπορώ να επικοινωνήσω και γω ο κολασμένος για έναν εξορκισμό;
- Πάνος:
Αδελφή Πορφυρία, δε βλέπω την ώρα…
Λαμπρούκο, ένας εξορκισμός σου χρειάζεται, όντως…
* Αδελφοι μου μην περιπαιζετε το θελημα του. Δεν ειμαι εγω που θα εξορκισω το κακο ουτε η ιδια η εκκλησια αλλα η αγαπη.Αυτο που με οδηγησε εδω δεν ειναι οι αμαρτιες (ποιος δεν εχει απ΄αυτες;) αλλα η αναζητηση της αληθειας και της χαμενης αγαπης.Ο ερωτας μου για τον Ανθρωπο που αναφερατε δεν ανταγωνιζεται τον ερωτα μου για Αυτον και βεβαια τιποτα δεν ειναι τυχαιο και αντιθετο με το θελημα Του.Αδελφη Πορφυρια.
Κατόπιν αυτών, ο Λαμπρούκος, ιδιοκτήτης του Γραφείου Τελετών Ο Αχόρταγος δεν κρατιόταν, ούτε δεμένος:
– Θέλω να τη συναντήσω!
– Την καλόγρια;
– Την καλόγρια! Με εξιτάρει το ράσο!
– Έχε υπόψη σου πως είναι σαρανταπεντάρα.
– Ε;
– Σε εξιτάρει μια σαρανταπεντάρα θεούσα – και όχι απλώς θεούσα αλλά και καλόγρια;
– Ω, ναι, ναι, ναι, ναι… Πολύ!
– Έχεις δει ποτέ από κοντά σαρανταπεντάρες καλόγριες;
– Ε… όχι. Δε λένε;
– Πως δε λένε… αλλά τι λένε…
– Τι λένε, τι λένε;
– Φεύγατε να φεύγουμε, λένε! Μακριά κι αλάργα, λένε!
– Ναι, αλλά η Ελιζαμπέτα ήταν κούκλα! Δεν ήταν;
– Έτσι λέει ο νευροχειρουργός, που ήταν ξετρελαμένος μαζί της…
– Εσύ, δεν την έχεις δει;
– Που να την έχω δει, χριστιανέ μου; Εγώ απλώς έγραψα την ιστορία της!
– Μα πως γίνεται αυτό;
– Τι πως γίνεται, ορέ Λαμπρούκο; Εδώ ο Μάρκος έγραψε κοτζάμ Ευαγγέλιο χωρίς να έχει δει ποτέ του τον Ιησού, δύσκολο είναι να γράψεις την ιστορία της Ελιζαμπέτας;
– Εντάξει, παραδέχομαι πως υπάρχει ένα κενό… Αλλά εγώ βλέπω πίσω από τις γραμμές των σχολίων μια παθιασμένη γυναίκα, ένα θηλυκό θερμό αλλά στερημένο για χρόνια, ένα πίδακα λάβας που περιμένει πως και πως να ξεχειλίσει και να κατακλύσει το σύμπαν, μια μαινάδα ντυμένη με το σεβάσμιο μεν, αλλά τόσο λάθος γι’ αυτήν ράσο, και εγώ θα την πάρω…
– Εεεε! Τράβα χειρόφρενο!
– …πάρω την παρθενιά της για δεύτερη φορά, λέ-ω!
– Ρε, πας καλά;
– Δεν κρατιέμαι! Θέλω να πάμε!
– Γιατί να πάμε; Αφού λύσσαξες, τράβα μόνος σου!
– Τρελός είσαι; Εσένα περιμένει. Αν εμφανιστώ εγώ…
– Θα πεις πως είσαι εγώ και θα δράσεις αναλόγως… Έτσι κι αλλιώς, και μένα δε με ξέρει…
– Ε; είναι μια ιδέα κι αυτό…
– Καταπληκτική ιδέα!
Μεσολάβησε μια μεγάλη σιωπή. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, ο Λαμπρούκος σκεφτόταν εντατικά.
– Όχι.
– Τι όχι;
– Να πάμε μαζί!
– Γιατί μαζί;
– Γιατί …κομπλάρω μόνος μου!
– Τι πράμα; Επαγγελματίας νεκροθάφτης και κομπλάρεις;
– Κομπλάρω… είμαι πολύ ευαίσθητος και ντροπαλός κατά βάθος… είναι πράγματα από την παιδική μου ηλικία, που όταν τα γράψω στο μπλογκ… (λυγμός) μέχρι να έρθει η μοιραία στιγμή που ξυπνάει το κτήνος μέσα μου και διαλύω τα πάντα… πολύ θα με βόλευε να πηγαίναμε παρέα, να έκανες εσύ τις επαφές, να μιλούσαμε για την ιστορία της Ελιζαμπέτας με την αδελφή Πορφυρία, να φτιαχνόταν πρώτα το κλίμα, η ατμόσφαιρα…
– …
– …
– …
– Εμπρός, έλα. Έλα, Λαμπρούκος εδώ! Ναι; Ναι;
– Εδώ είμαι, μη φωνάζεις… το σκέφτομαι… στην περίπτωση αυτή… τι να σου πω…
– Δηλαδή, πάμε παρέα;
– Άντε, πάμε!
Λίγη ώρα αργότερα συναντηθήκαμε για πρώτη φορά οι δυο μας στο καφενείο του Ευόσμου Η χαρά του νεκροθάφτη, ήπιαμε καφέ, οργανώσαμε με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι (πάμε και βλέπουμε!) και γελάσαμε αφθόνως, ο καθένας για δικούς του λόγους.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’
Όπου σταματάμε για καφέ στο Όλυμπος – Πλάζα πριν την Κατερίνη και ο Λαμπρούκος ενθουσιάζεται από τρεις χαμογελαστές αψηλές ξανθές γαλανομάτες με μινιμαλιστική ένδυση και αναλογίες 90-60-90. Δηλώνει πως ακυρώνει την επίσκεψη στη Μονή, προκειμένου να τις ακολουθήσει στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Διαπιστώνει πως δε μπορεί, όταν έρχεται από την τουαλέτα, όπου είχε πάει για να πουδράρει τη μύτη του, ο καλλιτεχνικός τους πράκτωρ Μπορίς – ξανθός γαλανομάτης κι αυτός, αλλά με ντουλαποειδείς πλάτες. Αυτός, μπορεί. Αναχωρούμε μάλλον βιαστικά και με μια αίσθηση ματαιότητος των ανθρωπίνων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’
Όπου σταματάμε στου Καταραχιά, διότι το Λαμπρούκο τον ταλαιπωρεί η κύστη του – είναι και μεγάλης ηλικίας (η κύστη, όχι ο ίδιος…). Το κεφάλαιον στερείται περαιτέρω πλοκής και απλώς χρησιμεύει ως πρόσχημα για να παραθέσει ο συγγραφεύς τις βαθυστόχαστες απόψεις του περί τέχνης, φαινομενολογίας και ιστορίας των επιστημών, χρησιμοποιώντας ως αλληγορικό σχήμα την εξαντλητική περιγραφή και τη συγκριτική αξιολόγηση των τεχνικών στιβαγμού του γύρου (με πίττα) εις το σουβλί, τώρα που είμαστε ακόμα στην αρχή και ο αναγνώστης βρίσκεται εισέτι σε καλή φυσική κατάσταση. Αναχωρούμε με το κεφάλι καζάνι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’
Όπου φτάνουμε στην Αλαμάνα και ο Λαμπρούκος εκπληρώνει το παιδικό του όνειρο να καταθέτει δάφνινο στεφάνι εις το άγαλμα του ήρωος της Επαναστάσεως Αθανασίου Διάκου. Την ώρα της καταθέσεως σταματούν δυο περιπολικά της Τροχαίας, τους άνδρες των οποίων πληροφορώ ότι πρόκειται περί του Νομάρχου Θεσσαλονίκης. Οι τροχαίοι στέκονται κλαρίνο και αποδίδουν στρατιωτικό χαιρετισμό στο Λαμπρούκο, ο οποίος τους χαιρετά δια εγκαρδίου χειραψίας, ως άλλος Κίμων Κουλούρης. Στην μεταξύ των τροχαίων τροχαία χαϊδεύει το μαγουλάκι λέγων εσένα θα σε μεταθέσω στη Θεσσαλονίκη, να μας διορθώσεις το απαυτό μας… το κυκλοφοριακό μας… Η κοπέλα τον ατενίζει απλανώς, μη εννοήσασα τι εννοεί ο καλοβαλμένος μεσόκοπος κύριος με τις ολίγες τρίχες επιμελώς χτενισμένες εξ αριστερών προς τα δεξιά, εφ΄ όλης της εκτάσεως του κρανίου, για να φαίνονται μπολικότερες. Εντέλει πήρε το τηλέφωνο της τροχαίας (του Αρχηγείου Λαμίας, δια παν ενδεχόμενον). Αναχωρούμε μέσα σε εθνική και πατριωτική έξαρση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’
Όπου λόγω ελλειπούς σημάνσεως των δρόμων και των κατσικοδρόμων χάνουμε τον δρόμον και ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι ο δρόμος μας έβγαλε εις τον Προυσσό Ευρυτανίας. Ο Λαμπρούκος επωφελείται για να δει ιδίοις όμμασι το σπαθί του ήρωος Γεωργίου Καραϊσκάκη που φυλάσσεται εις την Μονή. Συζητά επί μακρόν με τον γέροντα Αβατάγγελον δια τας ηρωικάς πράξεις του ήρωος και γελούν και οι δύο καλοκάγαθα, διηγούμενοι πιπεράτα περιστατικά του βίου του, ο ένας εις τον άλλον, το ένα μετά το άλλο (είχε πολλά ο αείμνηστος Καραΐσκος…). Ο Λαμπρούκος δηλώνει ότι σκέπτεται σοβαρά να μετονομάσει το Λευκό Πύργο σε Πύργο Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ο Αβατάγγελος ενθουσιάζεται, αλλά εγώ αρχίζω να αμφιβάλλω πλέον περί της πνευματικής υγείας του ανδρός. Αναχωρούμε πεινασμένοι και πάμε από κει που ήρθαμε, μπας και καταφέρουμε επιτέλους να πάμε προς τα εκεί που θέλουμε να πάμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’
Όπου το κατσικάκι στη γάστρα τέλειον, καθώς και το κοντοσούβλι και τα καπνιστά λουκάνικα. Ο Λαμπρούκος προσπαθεί να γοητεύσει τη Ρουμελιώτισσα ταβερνιάρισσα, μιλώντας της για μια συνάδελφό της, ονόματι Παγώνα, που γράφει στα ιντερνέτια με ψευδώνυμο (μου αφηγείται εμπιστευτικά πως είχαν ένα θυελλώδη δεσμό προ ετών, ο οποίος έληξε άδοξα για πολιτικούς λόγους: εκείνος ήτο με τον Βαγγέλη Βενιζέλο και εκείνη με τον Γουλιέλμο Τέλλο). Η θαλερή μπουρτζόβλαχα δείχνει να ανταποκρίνεται και να θέλει λεπτομερείς οδηγίες για το πως μπορεί να ανοίξει μπλογκ, αλλά σπάζεται και τα παρατάει καθώς ο Λαμπρούκος, εξαιτίας και της απεριόριστης μπυροποσίας, πηγαίνει όλη την ώρα στην τουαλέτα. Αναχωρούμε έχοντας κατουρήσει επιμελώς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ’
Όπου ευρισκόμενοι εις κατάστασιν προκεχωρημένης ευθυμίας, το ρίχνουμε στο τραγούδι. Αρχίζει ο Λαμπρούκος με το summertime και απαντώ με το ένας αητός καθότανε. Ο νομάρχης αντιγυρίζει με το yellow submarine και τον κόβω με την Παπαλάμπραινα. Του κινείται το ενδιαφέρον, καθώς η ηρωική παπαδιά του φέρνει σε παπα- Λαμπρούκαινα. Μερακλωμένος, τραγουδά το imagine. Τον ξενερώνω αναφέροντας πως με τέτοιο ρεπερτόριο, ο (μη χέσω) Ψωμιάδης θα τον κάνει μια χαψιά στις εκλογές. Κατεβαίνοντας τα στροφιλίκια προς Λαμία αναλύουμε το θέμα εις βάθος. Με το πέρας της συζητήσεως ο Λαμπρούκος επιχειρεί το νιάου νιάου βρε γατούλα, με πτωχά αποτελέσματα. Δεν αναχωρούμε, διότι πώς να αναχωρήσουμε αφού ήδη ευρισκόμεθα εν κινήσει;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’
Όπου αντικρίζουμε την Ιερά Μονή Βησσαρίωνος, με έντονο χτυποκάρδι και βαθύ συναίσθημα θρησκευτικού δέους και κατανύξεως. Ανώτερα ερωτήματα έρχονται και κατακλύζουν τις ψυχές μας, αναζητώντας απάντηση. Σταμάτα, κατουρήθηκα! φωνάζει ο Λαμπρούκος και χώνεται πίσω από κάτι σκίνα. Βγαίνει κατασυγχυσμένος, έχοντας καταβρέξει αμφότερα τα καστόρινα παπούτσια του. Περιμένοντας να στεγνώσουν θαυμάζουμε την μεγαλοπρεπή φύση – δίνεται επιτέλους στο συγγραφέα η ευκαιρία να αξιοποιήσει το δεινό του ταλέντο παραθέτοντας εξαντλητικές περιγραφές της τοπικής χλωρίδας, με έμφαση στα θαμνώδη φυτά, αρχής γενομένης από τις κουμαριές, τις ασφάκες και τα χαμοπούρναρα. Αναχωρούμε για τη Μονή, όπου και φτάνουμε μετά από δεκαεπτά δευτερόλεπτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’
Όπου μετά την προσκύνηση σε είκοσι πέντε ιερές εικόνες (η μία θαυματουργή – η Παναγιά η Εκλογολόγος) ένα αγίασμα, τρία παρεκκλήσια, και πλειάδαν όλην χαριτοβρύτων ιερών λειψάνων, ρωτάμε την αρχοντάρισσα που μας ξεναγεί – εγώ μεν περί της αδελφής Πορφυρίας, ο δε Λαμπρούκος περί της πλησιεστέρας τουαλέτας. Εντός ολίγου ο Λαμπρούκος επιστρέφει και ερωτά εμπιστευτικά την αδελφή εάν θα ήταν σκόπιμο να κάνει τάμα στην Παναγιά την Εκλογολόγον. Εκείνη τον πληροφορεί πως ήδη έχουν τάξει ο Γεώργιος Παπανδρέου, για να γίνει πρωθυπουργός, ο Μίμης Ανδρουλάκης για να γίνει υφυπουργός (Χαμένων Υποθέσεων) και ένας γελαστός νομάρχης, ο πως-τον-λένε, α ναι, ο Ψωμιάδης, από τη Θεσσαλονίκη. Σιγά μην τάξω! μουρμουρίζει ο Λαμπρούκος, έχοντας χάσει το χρώμα του (από χαλκοπράσινος έχει γίνει βεραμάν). Αναχωρούμε για το Ηγουμενείο. Η αδελφή που μας οδηγεί είναι με το ζόρι ένα και πενήντα, περίπου ενενήντα κιλά και φέρει ευμεγέθη μαύρον μύστακα. Αυτό δεν εμποδίζει το Λαμπρούκο να μου κάνει νοήματα πως ναι, αυτήν εγώ άμα λάχει ναούμε κλπ και να βαδίζει όπισθέν της χοροπηδώντας ως πίθηκος. Επιβεβαιώνονται πλήρως οι υποψίες μου περί της πνευματικής υγείας του ανδρός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θού, παράγραφος χού, σελίς νουδού αριστερά – και κάτι ψιλά στραγάλια (γαπ γαπ το μπεγλέρι)
Όπου η Ηγουμένη Χριστονύμφη προβάλει από το βαθύ σκότος εις το ρηχόν ημίφως και αποκαλύπτει πως αυτή έγραψε ως τάχαμ δήθεν εμένα μου λες πρώην Ελιζαμπέτα τα σχόλια στο μπλογκ, για να τσιμπήσω και να ξεκαμπίσω, όπερ και εγένετο. Όσο μιλάει τα μάτια της λάμπουν, δεν ξέρω αν είναι για καλό ή για κακό. Τα καλοκάγαθα μάτια του Λαμπρούκου με τις μελιτζανιές αποχρώσεις, προδίδουν τη μεγάλη του σύγχυση, καθώς περιεργάζεται την εντυπωσιακή φιγούρα της Ηγουμένης (90-60-90!, μονολογεί θαυμαστικά) ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να εννοήσει τι εννοεί η Χριστονύμφη όταν ρωτάει που βρίσκεται αυτό το ρεμάλι ο Τζακ; Όχι μόνο δεν αναχωρούμε, αλλά στρογγυλοκαθόμαστε, διότι η συνέχεια προμηνύεται άκρως ενδιαφέρουσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’
Όπου αποκαλύπτεται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ότι ο Τζακ είχε επισκεφθεί προ τριμήνου τη Μονή και είναι υπεύθυνος για δύο εγκυμοσύνες, της αδελφής Πουλχερίας και της δοκίμου Παχωμίας αμφοτέρων και των δύο(νε) εκ Κροστάνδης (ήτο Ρωσίδες – η μεγάλη αδυναμία του Τζακ…). Ο Λαμπρούκος προσπαθεί να κάνει χιούμορ, μη σεβόμενος την ιερότητα του χώρου και λέγει Σόδομα και Γόμμορα γίνονται εδώ μέσα! ως άλλη Σαπφώ Νοταρά. Η Ηγουμένη τον κεραυνοβολεί με ένα ψαρωτικό βλέμμα και με επιτιμά λέγοντας τι τον κουβάλησες αυτόν το ζουμπά; Ο Λαμπρούκος τινάζεται θέλοντας να διαμαρτυρηθεί ότι με 1.62 (χωρίς παπούτσια) δεν είναι ζουμπάς, αλλά τον καθησυχάζω. Όταν η Χριστονύμφη (πρώην Αριάδνη) πείθεται ότι δεν έχω ιδέα που βρίσκεται ο Τζακ, κηρύσσει τη συνάντηση περαιωθείσα. Αναχωρούμε για τα κελιά μας, με ανάμικτα αισθήματα και κολασμένες φαντασιώσεις, για τις οποίες δε γνωρίζουμε ακόμα αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’
Όπου κατά τη διάρκεια της νύχτας γίνεται του Κουτρούλη το πανηγύρι. Για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων του βιβλίου, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Αγριομαραθιάς ΑΕ κ. Αγριομαραθιάς, με συνεβούλευσε αυτοπροσώπως και επιμόνως να αποφύγω να προβώ σε λεπτομερείς περιγραφές εις την παρούσα διαφημιστική παρουσίαση. Συνεπώς, αναχωρούμε άπρακτοι από το σκανδαλώδες ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’, ελπίζοντας ότι θα πουληθούν στο τέλος και τα τρία αντίτυπα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, διότι ούτω πως δίνεται η δυνατότητα να οργιάσει η φαντασία των επισκεπτών του μπλογκ, οι οποίοι ελπίζω να μην αναχωρήσουν πριν της ώρας τους, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, για σοβαρότερα ιστολόγια – και να καθίσουν, λέγω, να σχολιάσουν ελευθέρως αλλά καθωσπρέπει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ’
Όπου κρατάμε σακούλες με νηστίσιμες χυλοπίτες (παραγωγή της Μονής, χωρίς ετικέτα) σεμεδάκια κεντητά στο χέρι για τις συζύγους μας (παραγωγή της Μονής – ασχέτως αν για λόγους ταπεινώσεως γράφουν στην ούγια made in China) βαζάκια με γλυκά του κουταλιού (παραγωγή της Μονής, επίσης made in China) και μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας της Εκλογολόγου (αυθεντική παραγωγή της Μονής, ISO 9002, made in Europe λέει από πίσω, την κουβαλάει ο Λαμπρούκος – που δεν άντεξε ως το τέλος και έταξε, για να βοηθήσει η θαυματουργή εικόνα αυτόν και όχι τον [μη χέσω] Ψωμιάδη). Καθώς βαδίζουμε προς το αυτοκίνητο τον ρωτάω τι έταξε και μου απαντά να μην γυρίσω να δω ξένη γυναίκα Τετάρτη και Παρασκευή, εκτός αν… εκτός αν είναι στην κατηγορία 90-60-90! Αναχωρούμε από τη Ιερά Μονή για τη Θεσσαλονίκη, πιο αμαρτωλοί απ΄ όσο είμαστε πριν αναχωρήσουμε από τη Θεσσαλονίκη για τη Ιερά Μονή.
ΤΕΛΟΣ – THE END – FIN – FINITO – CONIEK – PAPBYC KΠΥΘ
*
Αποφασίσαμε με το Λαμπρούκο να ανεβάσουμε το θέμα η ευχή της Πορφυρίας, την ίδια μέρα και ώρα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τι έγραψε ο άλλος. Για να δούμε λοιπόν τι έγραψε αυτός ο αχαΐρευτος…
*
Ο εκδότης μας ο Αγριομαραθιάς, όγδοος ξάδερφος του ήμερου Μαραθιά, οργανώνει πολυδάπανη διαφημιστική εκστρατεία για την προώθηση του ιστορικού δίδυμου έργου του Λαμπρούκου και και των «μτΚ». Χωρίς να υπολογίζει το δυσθεώρητο κασέ του (και τη φήμη οτι μαστιγώνει τους πελάτες) έκλεισε τον ίδιο τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Kaltsovrakos Adv. Co κ. Τάσο (Γαύρο) Καλτσόβρακο. Μετά από επίμονες προσπάθειες τον έπεισε να αφήσει για λίγο τα καθήκοντά του ως βοηθός στο γνωστό Ψιλικατζίδικο και να φιλοτεχνήσει το έργον τέχνης που βλέπετε, καθώς και το τηλεοπτικό spot που θα σας παρουσιάσουμε στις 31 Απριλίου.
Ο Αγριομαραθιάς έπεισε το διάσημο μπλόγκερ MacManus να πρωταγωνιστήσει, κι αυτός δέχτηκε για να τη σπάσει στον ήμερο Μαραθιά και σε κάποιον άσημο μπλόγκερ που συμπαθεί ιδιαιτέρως. «Τώρα που πήρα την κρυάδα με το βίντεο του Nylon» δήλωσε «σ’ ένα διαφημιστικό θα κολλήσω;» Κι όταν έμαθε πως για τις ανάγκες του διαφημιστικού θα έπρεπε να ντυθεί μπαλαρίνα, περιορίστηκε να γελάσει τρανταχτά, αν και κάπως ανήσυχος: Μπουχαχαχαχα… Τον νεαρό (πιτσιρίκο) μαύρο κύκνο στη μεταμοντέρνα χορογραφία του κ. Τάσου υποδύεται ένας άλλος μπλόγκερ – προεστός, ο οποίος δήλωσε αινιγματικά: «Τρέμε, ακατονόμαστε!»
Σχολιάστε